- αλλοπαίρνω
- 1. βλάπτω τον νου κάποιουλέγεται για τα δαιμόνια τα οποία —κατά τη δοξασία τού λαού— προσβάλλουν αιφνίδια κάποιον και τού αφαιρούν το λογικό2. νομίζω, εκλαμβάνω κάτι σαν κάτι άλλο3. (παθ. μτχ.) αλλοπαρμένος*, -η, -ο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο-* + παίρνω].
Dictionary of Greek. 2013.